- ναυσθλώ
- ναυσθλῶ, -όω (Α) [ναύσθλον]1. μεταφέρω μέσω θαλάσσης2. (το μέσ.) ναυσθλοῡμαι, -όομαιπαίρνω κάποιον ή κάτι μαζί μου για μεταφορά τους μέσω θαλάσσης3. (το παθ.) α) πηγαίνω κάπου ταξιδεύοντας στη θάλασσαβ) μέ διαπερνούν πλοία πολύ συχνά («γῆ ναυσθλωθήσεται» — θα περάσουν πλοία πάνω από τη στεριά, Λυκόφρων).
Dictionary of Greek. 2013.